φιαρός — gleaming masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιαρός — και ιων. τ. φιερός, ή, όν, Α 1. λαμπρός, φωτεινός 2. (για το ανθρώπινο σώμα ή για μέλος του) στιλπνός, ζωηρός, εύρωστος 3. (για ζώο) παχύς («ὄρνιθος φιαρῆς», Νικ. Αλεξ.) 4. (ιδίως για την κρέμα τού γάλατος) λιπαρός («φιαρὴν δὲ ποτοῡ ἀποαίνυσο… … Dictionary of Greek
φιαρόν — φιαρός gleaming masc acc sg φιαρός gleaming neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιαρῆς — φιαρός gleaming fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιαρῇσι — φιαρός gleaming fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιαρή — φιαρός gleaming fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιαρήν — φιαρός gleaming fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιαρωτέρα — φιαρωτέρᾱ , φιαρός gleaming fem nom/voc/acc comp dual φιαρωτέρᾱ , φιαρός gleaming fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαρύνω — Α (κατά τον Ησύχ.) «φαρύνει λαμπρύνει». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πιθ. αντί φιαρύνω* (< φιαρός)] … Dictionary of Greek
φιαρύνω — Α [φιαρός] (κατά τον Ησύχ.) «λαμπρύνω» … Dictionary of Greek
φιερός — ή, όν, Α ιων. τ. βλ. φιαρός … Dictionary of Greek